- ψιττακίδες
- οι, Νζωολ. η μοναδική οικογένεια τών ψιττακόμορφων πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psittacidae (< ψιττακός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λορίκουλος — ο ζωολ. γένος μικρών παπαγάλων που ανήκουν στην οικογένεια ψιττακίδες … Dictionary of Greek
λόρι — (lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17 30 εκ. και βάρος 50 150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
παλαιόρνις — η ζωολ. γένος πράσινων παπαγάλων τής Αφρικής και τής Ινδίας, που ανήκει στην οικογένεια ψιττακίδες … Dictionary of Greek
παπαγάλος — ο 1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών ζωηρόχρωμων θορυβωδών διακοσμητικών πτηνών που αποτελούν την τάξη ψιττακόμορφα, η οποία έχει μία μόνον οικογένεια, τους ψιττακίδες, με 300 περίπου είδη, που απαντούν σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές ζώνες… … Dictionary of Greek
ψιττακόμορφα — τα, Ν ζωολ. τάξη πτηνών, γνωστών με την γενική κοινή ονομασία παπαγάλοι, με μία μοναδική οικογένεια, τους ψιττακίδες, και με περισσότερα από 300 είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. psittaciformes < psittac (< ψιττακός) +… … Dictionary of Greek
παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… … Dictionary of Greek